τραυματίσει

τραυματίσει
τραυματίζω
aor subj act 3rd sg (epic)
τραυματίζω
fut ind mid 2nd sg
τραυματίζω
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άτρωτος — η, ο (AM ἄτρωτος, ον) 1. αυτός που δεν τραυματίστηκε ή που δεν μπορεί κανένας να τον τραυματίσει 2. απείραχτος, σώος 3. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανουτητί — επίρρ. (Α) [ουτώ] 1. χωρίς να καταφέρει χτύπημα, να τραυματίσει 2. χωρίς να δεχθεί χτύπημα, να τραυματιστεί …   Dictionary of Greek

  • τραυματίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίζω Α [τραῡμα, τραύματος] χτυπώ κάποιον ώστε να τού προκαλέσω τραύμα, πληγώνω, λαβώνω νεοελλ. μτφ. επιφέρω ψυχικό πλήγμα, στενοχωρώ ή ταπεινώνω κάποιον («η σκληρή συμπεριφορά του μπορεί να τραυματίσει την προσωπικότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • Άλκων — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Άρη από τη Θράκη. Πήρε μέρος μαζί με άλλον ομώνυμο ήρωα στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. 2. Γιος του Ατρέα. Μαζί με τους δύο άλλους αδελφούς του, Μελάμποδα και Τμώλο, ονομάζονται Τρίτοι… …   Dictionary of Greek

  • Εκβάτανα — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πρωτεύουσα της Μηδίας, η οποία ήταν χτισμένη στους πρόποδες του Ελβέντ, στο τέλος της μεγάλης στρατιωτικής οδού που περνούσε από την οροσειρά του Ζάγρου. Ήταν τόπος διαμονής και πρωτεύουσα των Μήδων βασιλιάδων, έως… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π …   Dictionary of Greek

  • Κοζώνης, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από την Κρήτη. Στην πατρίδα του πολέμησε έως το 1824 και μετά την επιδρομή των Αιγυπτίων εναντίον της Κρήτης εγκατέλειψε τη μεγαλόνησο και μετέβη στην Πελοπόννησο, όπου συμμετείχε σε πλήθος επιχειρήσεων. Επί Καποδίστρια,… …   Dictionary of Greek

  • Κοντέ — (Condé). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ευγενών, που προήλθε από την ομώνυμη πόλη. 1. Ερρίκος Α’ (Henri I, 1552 – 1588). Ήταν γιος του Λουδοβίκου Α’ Κ. των Βουρβόνων (βλ. 3.). Σώθηκε από τη σφαγή της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου (1572), συμμάχησε με …   Dictionary of Greek

  • Μαλάουι — Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Ν, Α και Δ με τη Μοζαμβίκη, στα Β με την Τανζανία και στα Δ με τη Ζάμπια.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, το Μ. συνορεύει σε μήκος 1.569 χλμ. με τη Μοζαμβίκη, 475 χλμ. με την Τανζανία και 837 χλμ. με …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Βραυρώνας — Βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδος. Χτίστηκε το 1962, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Φωτιάδη, και άνοιξε τις αίθουσές του στο κοινό το 1969. Εκτός από τα ευρήματα του ιερού, στεγάζει και ευρήματα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”